- αντιφερνος
- ἀντίφερνοςἀντί-φερνος2ирон. служащий вместо приданого
(φθορά Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(φθορά Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αντίφερνος — ἀντίφερνος, ον (AM) μσν. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἀντίφερνα τα δώρα που έδινε ο γαμπρός πριν από τον γάμο σε ανταπόδοση της προίκας που θα έπαιρνε αρχ. φρ. «ἀντίφερνον Ἰλίῳ φθοράν» αντί για προίκα στην Τροία χαλασμό (Αισχύλος). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
ἀντίφερνον — ἀντίφερνος instead of a dower masc/fem acc sg ἀντίφερνος instead of a dower neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιφέρνους — ἀντίφερνος instead of a dower masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)